- βοστρύχου
- βόστρυχοςcurlmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βοστρυχοειδής — ές (AM βοστρυχοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα βοστρύχου, κατσαρός … Dictionary of Greek
μελλοκούρια — μελλοκούρια, τὰ (Α) εορτή που τελούνταν κατά την ενηλικίωση, με αφιέρωση βοστρύχου από τα μαλλιά στον προστάτη θεό, κυρίως στον Απόλλωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + κοῦρος] … Dictionary of Greek
σκoλιός — ά, ό / σκολιός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που παρουσιάζει στρέβλωση στο σχήμα του, κεκαμμένος, διάστροφος, κυρτός, λοξός («πρῶτα μὲν σκολιῷ σιδήρῳ ἐξάγουσι τὸν ἐγκέφαλον», Ηρόδ.) 2. (για ατραπούς, οδούς ή ποταμούς) αυτός που βαίνει ελικοειδώς,… … Dictionary of Greek